Τζον Μάρτιν
Γενικά
Εκτύπωση/εξαγωγή
Σε άλλα εγχειρήματα
Τζον Μάρτιν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | John Martin (Αγγλικά) |
Γέννηση | 19 Ιουλίου 1789[1][2][3] ή 17 Ιουλίου 1789[4] Χέιντον Μπριτζ[5][6][7] |
Θάνατος | 17 Φεβρουαρίου 1854[1][2][3] Ντάγκλας[5][6][8] |
Αιτία θανάτου | εγκεφαλοαγγειακή νόσος |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (έως 1801) Ηνωμένο Βασίλειο[9][5][6] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[10][9][11] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[12][5][6] χαράκτης[12][8][13] εικονογράφος[12][14] καλλιτέχνης[5][8][15] καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[5][15] οξυγράφος[5][15] χαράκτης[8] ακουαρελίστας[8] τοπιογράφος[8][13][16] history painter[8][13][16] συγγραφέας[15] αρχιτέκτονας[11] |
Αξιοσημείωτο έργο | Belshazzar's Feast Manfred on the Jungfrau The end of the world |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Jonathan Martin[17] William Martin |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Ο Τζον Μάρτιν (αγγλικά: John Martin, 19 Ιουλίου 1789 – 17 Φεβρουαρίου 1854)[18] ήταν Άγγλος ζωγράφος και χαράκτης της ρομαντικής σχολής. Το κύριο χαρακτηριστικό των έργων του είναι οι επικές και επιβλητικές αναπαραστάσεις τοπίων και καταστροφικών γεγονότων με θέματα από την Βίβλο και την μυθολογία όπου οι ανθρώπινες φιγούρες εμφανίζονται μικροσκοπικές σε σχέση με το κύριο θέμα του έργου.[19][20][21]
Γεννήθηκε το 1789 σε μια μικρή εξοχική οικία,[22] στο χωριό Χέιντον Μπριτζ (Haydon Bridge) στο Νορθούμπερλαντ (Northumberland). Ήταν ο 4ος γιος του Φένουικ Μάρτιν, ο οποίος ήταν εκπαιδευτής ξιφομαχίας. Μεγαλώνοντας, ο Τζον στάλθηκε από τον πατέρα του στο Νιούκασλ για να εκπαιδευτεί υπό την εποπτεία ενός κατασκευαστή αμαξών. Εκεί ήρθε σε γνωριμία με την εραλδική ζωγραφική, ωστόσο κάποια στιγμή δημιουργήθηκε κάποια διένεξη σχετικά με τον μισθό που έπαιρνε και αποχώρησε. Αργότερα τέθηκε υπό την εποπτεία του Ιταλού καλλιτέχνη Μπονιφάτσε Μούσο.[18]
Μαζί με τον δάσκαλο του, ο Μάρτιν μετακόμισε στο Λονδίνο το 1806, και παντρεύτηκε στην ηλικία των 19 ετών. Κέρδιζε τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα ζωγραφικής και δημιουργώντας ελαιογραφίες, ενώ κατά τον ελεύθερο χρόνο του ασχολούνταν με την μελέτη της σχεδιαστικής προοπτικής και της αρχιτεκτονικής.[21]
Τα άλλα αδέρφια του ακολούθησαν διαφορετικές διαδρομές, ο Ουίλιαμ ο οποίος ήταν και ο μεγαλύτερος σε ηλικία έγινε επενδυτής, ο Ρίτσαρντ έγινε βυρσοδέψης αρχικά και κατόπιν στρατιώτης, ενώ ο Τζόναθαν έγινε ιερέας.
Ο Μάρτιν έστειλε τον πρώτο του πίνακα στην Βασιλική Ακαδημία το 1810, αλλά το έργο του δεν έγινε δεκτό. Το 1811 τον έστειλε ξανά και αυτή την φορά το έργο του εκτέθηκε στη Μεγάλη Αίθουσα υπό τον τίτλο A Landscape Composition με τον αριθμό εκθέματος 46. Κατόπιν ο Μάρτιν δημιούργησε αρκετούς πίνακες μεγάλων διαστάσεων, ανάμεσα τους και μερικές τοπιογραφίες, αλλά κυρίως επιβλητικές παραστάσεις με θεματολογία κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη. Τα τοπία του αποτελούνταν από τραχιά χαρακτηριστικά, όπως κατά την περιοχή του Νορθούμπερλαντ από όπου ο Μάρτιν κατάγονταν.
Επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τα γραπτά του Τζον Μίλτον, και το 1816 απέκτησε ευρεία αναγνώριση με τον πίνακα Joshua Commanding the Sun to Stand Still upon Gibeon. Το 1818, κατάφερε να πουλήσει τον Fall of Babylon for £420 (περίπου 30.000 λίρες Αγγλίας το 2015), κάτι που του έφερε οικονομική άνεση και την ικανότητα να αγοράσει σπίτι στην εύπορη συνοικία Μαιρυλεμπόν του Λονδίνου, όπου διέμεναν πολλοί καλλιτέχνες, συγγραφείς, επιστήμονες και πολιτικοί.
Το 1821 γνώρισε ιδιαίτερη καταξίωση με τον πίνακα Belshazzar’s Feast / Το συμπόσιο του Βαλτάζαρ, και κέρδισε ως βραβείο £200 από το Βρετανικό Ινστιτούτο.
Κατά τα επόμενα χρόνια δημιούργησε πλήθος πινάκων με θέματα από την Βίβλο, αλλά και γενικά φανταστικά θέματα καθώς και τοπία. Ασχολήθηκε επίσης με την δημιουργία σχεδιαγραμμάτων για την βελτίωση της πόλης του Λονδίνου, και εξέδωσε αρκετές μελέτες που ως θέμα είχαν την παροχή νερού, αποχέτευση, ναυτιλιακά ζητήματα, και σιδηροδρόμους.[23]
Κατά την περίοδο 1832–1833 ο Μάρτιν έλαβε το ποσό των 2000 λιρών για την εικονογράφηση του έργου Χαμένος Παράδεισος του Τζον Μίλτον.
Κατά τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του ο Μίλτον δημιούργησε 4 από τα διασημότερα έργα του, The Great Day of His Wrath / Η μεγάλη μέρα της οργής Του (1851), Plains of Heaven / Οι πεδιάδες του παραδείσου (1851), Sodom and Gomorrah / Σόδομα και Γόμορα (1852), και το The Last Judgment / Η τελική κρίση (1853).
Προσβλήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο καθώς ζωγράφιζε, και πέθανε στην ηλικία των 65 ετών στην νήσο του Μαν στις 17 Φεβρουαρίου 1854.
Έτος | Έργο | Διαστάσεις (εκ.) | Πρωτότυπος τίτλος | Απόδοση |
---|---|---|---|---|
1819 | 154,9 x 243,8 | The fall of Babylon; Cyrus the Great defeating the Chaldean | Η πτώση της Βαβυλώνας, Ο Κύρος ο Μέγας καθώς νικάει τους Χαλδαίους | |
1820 | 118,5 x 142 | Ruins of an ancient city | Ερείπια αρχαίας πόλης | |
1821 | 90,2 x 130,2 | Belshazzar’s Feast | Το συμπόσιο του Βαλτάζαρ (επίσης γνωστό και ως Δείπνο του Βαλτάσαρ κατά το έργο του Ρέμπραντ) | |
1821 | 81,3 x 116,1 | Destruction of Pompeii and Herculaneum | Η καταστροφή της Πομπηίας και του Ηράκλειου | |
1837 | 238,1 x 185,4 | Coronation of Queen Victoria | Η στέψη της βασίλισσας Βικτώριας | |
1849 | 137,8 x 214 | The Last Man | Ο τελευταίος άνθρωπος | |
1851 | 197 x 303 | The Great Day of His Wrath | Η μεγάλη μέρα της οργής Του (επίσης γνωστό και ως το End of the World/Τέλος του κόσμου) | |
1851 | 198,8 x 360,7 | The Plains of Heaven | Οι πεδιάδες του παραδείσου | |
1852 | 136,3 x 212,3 | The Destruction of Sodom and Gomorrah | Η καταστροφή των Σοδόμων και της Γόμορρας | |
1853 | 196,8 x 325,8 | The Last Judgement | Η τελική κρίση |
Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμα: Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Martin, John» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 17 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 794
|title=
at position 33 (βοήθεια)Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα Τζον Μάρτιν |
|