Η προσωπογραφία ως αυτοσκοπός, σε αντίθεση με τη γενικότητα της ζωγραφικής, είναι κατά κύριο λόγο η εύστοχη απεικόνιση ενός προσώπου σε ζωγραφικό πίνακα, σε φωτογραφία, ή με τη γλυπτική, ή άλλη μορφή τέχνης, αλλά παράλληλα και η απεικόνιση της προσωπικότητας, των συναισθημάτων και του ψυχικού κόσμου του προσώπου που απεικονίζεται όπως το αντιλαμβάνεται ο δημιουργός.[1][2]
Η προσωπογραφία ήταν ευρύτατα διαδομένη στους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους. [3]Ονομαστές στην αρχαιότητα, για τον ρεαλισμό και την τεχνική τους αρτιότητα ήταν οι προσωπογραφίες του Αρχέλαου, του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, όπως και η απεικόνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον ζωγράφο Απελλή (380/370 π.Χ). Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Μέγας Αλέξανδρος ζήτησε από τον Απελλή να φιλοτεχνήσει μία προσωπογραφία της παλλακίδας Καμπάσπης και εκείνος την ερωτεύτηκε. Ο πίνακας εντυπωσίασε τόσο τον Αλέξανδρο ώστε αργότερα την παραχώρησε ως δώρο στο ζωγράφο. Κατά τον Πλίνιο μία προσωπογραφία του Μέγα Αλεξάνδρου, που φιλοτέχνησε ο Απελλής δεν άρεσε στον βασιλέα. Το άλογο του Αλέξανδρου, βλέποντας την προσωπογραφία του Αλεξάνδρου χλιμίντρισε, και ο Απελλής με θάρρος είπε "Βασιλιά, το άλογο από τέχνη ξέρει καλύτερα από εσένα".
Στα χριστιανικά χρόνια η τέχνη της προσωπογραφίας παραμελήθηκε, για να ξαναεμφανιστεί το 13ο αιώνα στην Ιταλία, με πρωτοπόρο το Φλωρεντινό ζωγράφο Τζιότο. Γρήγορα διαδόθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και χαρακτήρισε όλους τους επόμενους αιώνες.
Τον 17ο αιώνα η τέχνη της προσωπογραφίας απέκτησε καθαρά πνευματικό χαρακτήρα. Οι καλλιτέχνες έστρεψαν την προσοχή τους στην απόδοση των εσωτερικών στοιχείων του ατόμου, αγνοώντας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Σημαντικοί εκπρόσωποι του αιώνα αυτού ήταν ο Βαν Ντάικ, ο Ρούμπενς, ο Ρέμπραντ, ο Βελάσκεθ και ο Μουρίλο.[6]