Ο Γεώργιος Ροϊλός (ΣτεμνίτσαΓορτυνίας, 1867 – Αθήνα, 28 Αυγούστου1928) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνεςζωγράφους της Σχολής του Μονάχου, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ιστορικά θέματα και την προσωπογραφία. Ως καθηγητής της Ελαιογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στη θέση του Ιακωβίδη από το 1910, παρέκκλινε από τις ακαδημαϊκές τάσεις, που ήταν ενταγμένες σε τυποποιημένο κώδικα προτύπων, ενδιαφερόμενος κυρίως για την ανανέωση της διδασκαλίας με την επιβολή μεγαλύτερης ελευθερίας.[1]
Το 1894 επέστρεψε στην Αθήνα και ένα χρόνο αργότερα, ύστερα από τον θάνατο του Σπυρίδωνος Προσαλέντη, διορίστηκε καθηγητής στην έδρα Αγαλματογραφίας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να φύγει κατόπιν το 1903 στο Λονδίνο, όπου έγινε μέλος του εκεί Καλλιτεχνικού Συνδέσμου, και στη συνέχεια για άλλα δυο χρόνια στο Λίβερπουλ, όπου εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας της πόλης και πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις. Επέστρεψε στην Αθήνα ξανά το 1908 και από το 1910 έως το 1927 κατείχε την έδρα Ελαιογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.[3] Είχε το εργαστήριό του στο δεξιό από τα δύο δίδυμα αντικριστά Πυργόσπιτα της οδού Παυσίλυπου στην Καστέλλα. [4] Πέθανε το 1928 στην Αθήνα.
Στους πίνακές του απεικόνισε ποικίλα θέματα: πολεμικά από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τους Βαλκανικούς πολέμους 1912–13 (πρωτοπόρος στο είδος αυτό μαζί με τον Βασίλειο Χατζή, που στρατεύθηκε στο αντιτορπιλικό Έλλη, και τη Θάλεια Φλωρά-Καραβία), ιστορικά, πορτρέτα, τοπία, κ.ά.
Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στρατεύθηκε και έζησε από κοντά όλη την ατμόσφαιρα του πολέμου, διάφορα επεισόδια του οποίου απεικόνισε σε πίνακες του. Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων ξαναβρέθηκε στο μέτωπο[5] κρατώντας σημειώσεις και δίνοντας ζωγραφικές συνθέσεις από τα γεγονότα.
Ζωγραφίζοντας εκ του φυσικού τη γρήγορη εναλλαγή των πολεμικών γεγονότων μέσα στη σκόνη της μάχης οργάνωνε τη σύνθεσή του χωρίς ένα κεντρικό στοιχείο να συγκεντρώνει την προσοχή και να στατικοποιεί τον πίνακα. Για παράδειγμα, τοποθέτησε τον βασιλιά Κωνσταντίνο έκκεντρα και όχι μεγαλύτερο ή επιβλητικότερο από τους άλλους.[6] Στο πρώιμο έργο του εκφράζει κυρίως τον γερμανικό ακαδημαϊσμό[7] της «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο το έργο της ώριμης περιόδου του, και κυρίως οι τοπιογραφίες, δείχνουν ότι ο Ροϊλός προσπάθησε να εισάγει τον ιμπρεσιονισμό στην Ελλάδα[8] Εκτός από την προσωπογραφία και τις ιστορικές σκηνές, ο Ροϊλός ζωγράφισε θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα (Ιππόλυτος (1925), Χαίρε, Ραββί (1925), Μη μου άπτου, στην Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τόμ. 11, σ. 161.) ηθογραφίες (Η γραία με τη γαλή, κ.ά. ό.π.) και νεκρές φύσεις, ενώ ασχολήθηκε και με τη χαλκογραφία και τη γελοιογραφία (εφημ. Άστυ, Ρωμηός και περιοδικό Εστία).
↑Χρήστου, Χρύσανθος (1983). Η ελληνική ζωγραφική 1832-1922. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
↑Μεντζαφού-Πολύζου, Όλγα, επιμ. (2001). Εθνική Πινακοθήκη: 100 χρόνια: Τέσσερις αιώνες ελληνικής ζωγραφικής. Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. ISBN9789607791023.